πολιορκεῖται

πολιορκεῖται
πολιορκέω
besiege
pres ind mp 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • плененыи — (78) прич. страд. прош. к пленити. 1.В 1 знач.: нъ ѳомѣ силамъ вънезапѹ пресѣченѹ бывъшѹ. и пленѥнѹ ц(с)рьмь бывъшю. (ἁλωσίμου) ЖФСт к. XII, 160 об.; и ведени быша плѣнении людьѥ въ ратьны˫а. (αἰχμολωτος) КЕ XII, 198а; слышаво бо аврамъ ˫ако… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • δυσπολιόρκητος — η, ο (AM δυσπολιόρκητος, ον) 1. αυτός που δύσκολα κυριεύεται με πολιορκία 2. αυτός που δύσκολα πολιορκείται 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσπολιόρκητον η δυσκολία για άλωση με πολιορκία …   Dictionary of Greek

  • δύσεργος — δύσεργος, ον (Α) 1. δυσκολοκατέργαστος 2. ακατάλληλος για κατεργασία 3. δύσχρηστος («δύσεργος οπλισμός») 4. (για πόλη) αυτή που δύσκολα πολιορκείται 5. δύσκολος 6. αυτός που δύσκολα εργάζεται, τεμπέλης …   Dictionary of Greek

  • ευπολιόρκητος — η, ο (ΑΜ εὐπολιόρκητος, ον) αυτός που πολιορκείται εύκολα …   Dictionary of Greek

  • τρίπολη — I Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αρκαδίας και της επαρχίας Μαντινείας. Χτισμένη στους πρόποδες του Μαινάλου (υψόμ. 663 μ.) σε σχέδιο των Βαβαρών (1836) και περικλειόμενη από διαδοχικά ορεινά συγκροτήματα, στο κέντρο σχεδόν της… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Χάζαροι — Τουρκική φυλή εγκατεστημένη Δ του Καυκάσου και στη χερσόνησο της Κριμαίας. Οι X. είναι μια περίπτωση γειτονικού λαού του Βυζαντίου με τον οποίο η αυτοκρατορική διπλωματία κατόρθωσε να διατηρεί φιλικές σχέσεις, με αποτέλεσμα την εξασφάλιση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”